στύρακα

στύρακα
στύραξ 1
storax
masc acc sg
στύραξ 2
spike at the lower end of a spear-shaft
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ …   Dictionary of Greek

  • στυράκινος — ίνη, ον, ΜΑ κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», Διοσκ.) αρχ. κατασκευασμένος από το ξύλο τού δένδρου στύραξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, ακος (Ι) + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • στυρακάτον — τὸ, Α είδος οίνου που περιέχει στύρακα, το ευώδες ρητινώδες κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, ακος (Ι) + κατάλ. ᾶτον (< λατ. κατάλ. atum)] …   Dictionary of Greek

  • στυρακίζω — (I) Α [στύραξ, ακος (Ι)] είμαι όμοιος, ιδίως ως προς την οσμή, με το κόμμι τού δέντρου στύραξ*. (II) Α [στύραξ, ακος (II)] κεντώ με τον στύρακα, με το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος …   Dictionary of Greek

  • στύραξ — (I) ακος, ο, ΝΑ, και στύραξ, ἡ, Α βλ. στύρακας. (II) ακος, ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) το κάτω αιχμηρό άκρο τού δόρατος το οποίο έμπηγαν στο έδαφος, ο σταυρωτήρ* αρχ. κοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στῠρ αξ (με επίθημα αξ, πρβλ. πίν αξ, χάρ αξ) ανήκει, κατά… …   Dictionary of Greek

  • Τωβίας — Άγιος τής Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν στρατιώτης στη Σεβάστεια επί Λικινίου. Μαρτύρησε στη φωτιά, μαζί με τους συναδέλφους του Αττικό, Ευδόξιο, Αγάπιο, Μαρίνο, Ωκεανό, Ευστράτιο, Καρτέριο, Νικοπολιτιανό, Στύρακα και δύο άλλους των οποίων τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”